- τριβακός
- -ή, -όν, ΜΑμσν.πανούργος, δόλιοςαρχ.1. αυτός που έχει φθαρεί τριμμένος, παλιός («τριβακὸν ἱμάτιον», Αριστοφ.)2. (για πρόσ.) έμπειρος, πεπειραμένος3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τριβάδα («τριβακὴ ἀσέλγεια», Λουκιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίβω + κατάλ. -ακός (πρβλ. δανει-ακός, οἰκει-ακός)].
Dictionary of Greek. 2013.